- κωδύα
- κωδύᾱ , κωδύαheadfem nom/voc/acc dualκωδύᾱ , κωδύαheadfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κωδύᾳ — κωδύᾱͅ , κωδύα head fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωδύα — κωδύα, ἡ (Α) η κάψα ορισμένων φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κώδεια] … Dictionary of Greek
κώδυα — κώδυον head neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωδύας — κωδύᾱς , κωδύα head fem acc pl κωδύᾱς , κωδύα head fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωδύαι — κωδύᾱͅ , κωδύα head fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωδύαν — κωδύᾱν , κωδύα head fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωδυῶν — κωδύα head fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωδύαις — κωδύα head fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώδων — και κώδωνας, ο (AM κώδων, ωνος, Μ και κούδων) μεταλλικό κοίλο όργανο, με ανομοιογενές πάχος, σε σχήμα κόλουρου κώνου, που αναδίδει παλμώδη ήχο όταν χτυπά στα τοιχώματά του γλωσσίδι ή ρόπτρο, το κουδούνι (α. «κι ευήχων κωδώνων ρυθμός πληροί τον… … Dictionary of Greek